περιπατητικά

περιπατητικά
περιπατητικός
of walking
neut nom/voc/acc pl
περιπατητικά̱ , περιπατητικός
of walking
fem nom/voc/acc dual
περιπατητικά̱ , περιπατητικός
of walking
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιπατητικάς — περιπατητικά̱ς , περιπατητικός of walking fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπατητικός — ή, ό / περιπατητικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιπατητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον περίπατο ή στον περιπατητή («περιπατητικὴ δύναμις», Αλέξ.) 2. αυτός που έχει τη συνήθεια να περπατά 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοσοφική Σχολή τού… …   Dictionary of Greek

  • Αλβίνος — (2ος αι. μ.Χ.). Λατίνος λόγιος, υπομνηματιστής του Πλάτωνα. Ήταν μαθητής του Γάιου και δάσκαλος του Γαληνού. Στα έργα του ασχολείται με τους διαλόγους του Πλάτωνα, υποστηρίζοντας ότι η σειρά με την οποία θα πρέπει να διαβαστούν πρέπει να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”